αλειπτήρ

αλειπτήρ
(-ήρος) ο см. άλειπτρο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλειπτήρ" в других словарях:

  • ἀλειπτῆρας — ἀλειπτήρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειπτήρας — ο (Α ἀλειπτήρ) [ἀλείφω] νεοελλ. όργανο που χρησιμοποιείται για την επάλειψη τών μηχανών με λίπος ή λάδι αρχ. ο αλείπτης* …   Dictionary of Greek

  • αλειπτήριον — ἀλειπτήριον, το (Α) μέρος τού αρχαίου γυμναστηρίου ή τού βαλανείου τών Ρωμαίων, όπου γινόταν η επάλειψη τών αθλητών με λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλειπτήρ ή απευθείας από το ρ. ἀλείφω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»